- οκτάτροπος
- ὀκτάτροπος, ἡ (Α)οι πρώτοι οκτώ τρόποι τού διηρημένου σε δώδεκα τμήματα κύκλου, γύρω από τον οποίο υπήρχε η αντίληψη ότι στρέφονταν ο ζωδιακός κύκλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τρόπος (πρβλ. δωδεκά-τροπος)].
Dictionary of Greek. 2013.